σπήλαιο

σπήλαιο
Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Δελβινακόπουλου. 3. Ορεινός οικισμός (422 κάτ., υψόμ. 960 μ.), στην επαρχία Γρεβενών του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (40 τ. χλμ., 422 κάτ.).
* * *
το, / σπήλαιον, ΝΜΑ
1. φυσικό βαθύ κοίλωμα μέσα σε βράχο ή κάτω από το έδαφος, σπηλιά (α. «το σπήλαιο τών Ιωαννίνων» β. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού σπηλαίου», Παπαδ.
γ. «ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων», ΚΔ
δ. «μετὰ τοῡτο καταβιβαστέοι ἔσονταί σοι εἰς τὸ σπήλαιον πάλιν ἐκεῑνο», Πλάτ.)
2. το σπήλαιο τής Βηθλεέμ στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός (α. «καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει», Ακολ. Χριστουγ.
β. «δείκνυται τὸ ἐν Βηθλεέμ σπήλαιον, ἔνθα ἐγεννήθη καὶ ἡ ἐν τῷ σπηλαίω φάτνη ἔνθα ἐσπαργανώθη», Ωριγ.)
νεοελλ.
1. γεωλ. κοιλότητα που σχηματίζεται από τη διαβρωτική και διαλυτική ενέργεια τού υπεδαφικού νερού σε ασβεστολιθικά, ηφαιστειογενή ή κοραλλιογενή πετρώματα
2. ιατρ. παθολογική κοιλότητα που έχει ανοιχθεί στο παρέγχυμα ενός οργάνου, ειδικότερα τού πνεύμονα, λόγω εκκενώσεως αποστήματος ή μαλακυνθέντος φυματίου μέσω τών φυσικών παροχετευτικών οδών ή μέσω συριγγίου
3. φρ. α) «σύστημα σπηλαίων» — άθροισμα υπόγειων εγκοίλων που επικοινωνούν μεταξύ τους με μικρότερες διόδους και χαρακτηρίζει μερικές φορές ομάδα γειτονικών σπηλαίων που έχουν μια σηραγγοειδή μορφή επικοινωνίας η οποία επιτρέπει τουλάχιστον την ανταλλαγή νερού ή αέρα
β) «διαλυσιγενή σπήλαια» — σπήλαια που σχηματίζονται κυρίως από τη χημική διάλυση τών πετρωμάτων
γ) «πρωτογενή σπήλαια» — σπήλαια που σχηματίζονται κατά τη διάρκεια απόθεσης τού πετρώματος που τά φιλοξενεί ή ταυτόχρονα με τη στερεοποίηση του
δ) «δευτερογενή σπήλαια» — σπήλαια που σχηματίζονται μετά τη στερεοποίηση τού πετρώματος που τά φιλοξενεί και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από αρκετές γεωλογικές περιόδους
ε) «κοραλλιογενή σπήλαια» — τύπος πρωτογενών σπηλαίων που σχηματίζονται από αποικίες κοραλλιών σε αβαθή νερά που επεκτείνονται και ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας δαντελλωτά ή βολβώδη τοιχώματα γύρω από ένα υποθαλάσσιο κενό
στ) «δευτερογενή σπήλαια μηχανικής προέλευσης» — δευτερογενή σπήλαια που σχηματίζονται από μηχανικές και χημικές διεργασίες
ζ) «θαλάσσια σπήλαια» — δευτερογενή σπήλαια μηχανικής προέλευσης που δημιουργούνται σε περιοχές θαλάσσιων κρημνών εκτεθειμένων στην κυματική δράση
η) «δευτερογενή διαλυσιγενή σπήλαια» — δευτερογενή σπήλαια που σχηματίζονται από τη χημική διάλυση ευδιάλυτων και μη ανθεκτικών πετρωμάτων
θ) «ηφαιστειακά σπήλαια» — σπήλαια που συνδέονται με πεδία λάβας
μσν.-αρχ.
1. τάφος («ἦν δὲ σπήλαιον καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ», ΚΔ)
2. στον πληθ. τὰ σπήλαια
τα απόκρυφα μέρη τού σώματος τού ανθρώπου, τα αιδοία
αρχ.
κρησφύγετο, καταφύγιο («σπήλαιον λῃστῶν ὁ οἶκός μου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι λ. σπήλαιον και σπήλυγξ πρέπει να συνδεθούν με τον τ. σπέος «βαθιά σπηλιά» και έχουν σχηματιστεί από ένα θ. με -λ- (πρβλ. νεφέ-λη: νέφος) με τα εξής επιθήματα αντιστοίχως: με την κατάλ. -αιον (πιθ. αναλογικά προς τα κατά-γαιος, ὑπό-γαιος) και με εκφραστικό επίθημα -υ-γξ, το οποίο αποδίδει πιθ. την ηχητική τού σπηλαίου (πρβλ. λάρ-υ-γξ, φάρ-υ-γξ, σήρ-α-γξ, φάρ-α-γξ). Τις λ. δανείστηκε και η Λατινική, πρβλ. λατ. spēlaeum, spēlunca].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπήλαιο — το 1. κοίλωμα στο έδαφος ή σε βράχο: Υπάρχουν στην Ελλάδα πολλά σπήλαια με σταλακτίτες. 2. κοιλότητα στους πνεύμονες που σχηματίζεται λόγω φυματίωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγίου Ανδρέα, σπήλαιο — Σπήλαιο στο βουνό Κανάλα Χαλκιοπούλων Αιτωλοακαρνανίας, σε υψόμετρο πάνω από 1.000 μ. Έχει μήκος διαδρόμων 190 μ., οροφή ύψους έως 50 μ. και επίπεδο δάπεδο. Το σπήλαιο είναι κατηφορικό και καταλήγει σε στενά περάσματα. Υπάρχει εκεί εκκλησάκι του… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Βαρθολομαίου, σπήλαιο — Σπήλαιο στη νότια βάση του λόφου Αγίου Βαρθολομαίου (Άι Βαρταλαμιός) στα Δ του χωριού Ταξιάρχες Μυτιλήνης, σε υψόμετρο 100 μ. Έχει μήκος 60 μ. και χωρίζεται σε θαλάμους από σταλαγμίτες. To τελευταίο τμήμα του είναι στρογγυλός θάλαμος με χαμηλή… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνης, Σπήλαιο της αγίας- — Σπήλαιο στον νομό Λακωνίας. Βρίσκεται ανατολικά της Νεάπολης Βοιών, σε ύψος περίπου 300 μ. κοντά στο ξωκλήσι της Αγίας Αικατερίνης. Στο σπήλαιο υπάρχουν σταλακτίτες …   Dictionary of Greek

  • Ζαΐμη, σπήλαιο — Σπήλαιο που βρίσκεται στην περιοχή της Κακιάς Σκάλας των Μεγάρων, σε ύψος 138 μ. Οι ανασκαφές του σπηλαιολόγου Άνταλμπερτ Μάρκοβιτς στον χώρο του σπηλαίου έφεραν στο φως λείψανα προϊστορικών ανθρώπων, τα οποία ανάγονται στην επιπαλαιολιθική εποχή …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωάννη Εγκρεμού, σπήλαιο — Σπήλαιο στη βορινή και κατακόρυφη πλαγιά του χωριού Καψάλι Κυθήρων. Η προσπέλασή του γίνεται με λαξεμένα στον βράχο σκαλιά, σε υψόμετρο 50 μ. Έχει μήκος 22 μ., πλάτος 4 μ. και ύψος 3 4 μ. Στην είσοδο του σπηλαίου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • Καμαρών, σπήλαιο — Σπήλαιο της Κρήτης στον Ψηλορείτη, γνωστό επίσης με τις ονομασίες Μαυροσπηλιά, Σπηλιάρα ή Μαύρος Σπήλιος. Βρίσκεται στην τοποθεσία Μαύρη ή Σέλα του Διγενή, που προσεγγίζεται ύστερα από κουραστική πεζοπορία τριών ωρών από το χωριό Καμάρες του… …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίνων, σπήλαιο — Θεωρείται το πιο αξιόλογο οριζόντιο σπήλαιο των Βαλκανίων. Είναι γνωστό με την ονομασία σπήλαιο του Περάματος. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα Ιωάννινα, στο χωριό Πέραμα. Έχει μήκος 830 μ. σε ευθεία γραμμή, ενώ στην πραγματικότητα από την… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Αντωνίου, σπήλαιο — Ονομασία σπηλαίων του ελληνικού χώρου. 1. Βρίσκεται στη θέση Κωλιός Καλλονής, της πρώην επαρχίας Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου, σε υψόμετρο 390 μ. Έχει μήκος 39 μ., πλάτος 3 μ. και ύψος 2 3 μ. Στο σπήλαιο υπάρχει εκκλησάκι με φθαρμένες… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Γεωργίου, σπήλαιο — Ονομασία δύο σπηλαίων στη Μακεδονία. 1. Βρίσκεται 200 μ. Β της πόλης Κιλκίς, κοντά στο ομώνυμο εκκλησάκι. Είναι διώροφο σπήλαιο. Ολόκληρος ο κάτω όροφος διανοίγεται με διακλαδώσεις προς πολλές κατευθύνσεις. Ο πάνω όροφος έχει ευρύχωρους θαλάμους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”